-
1 σμῶδιξ
A weal, swollen bruise, caused by a blow,σ. αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη Il.2.267
;πυκναὶ δὲ σμώδιγγες.. αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον 23.716
, cf. Opp.H.2.428. -
2 ἐξυπανίστημι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξυπανίστημι
-
3 ἐξυπανίστημι
ἐξ - υπ - αν - ίστημι: only aor. 2 intrans., σμῶδιξ μεταφρένου, started up from (on) his back under the blows of the staff, Il. 2.267†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξυπανίστημι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский